Οι κανόνες δικαίου «δένουν τα χέρια» των δικαστών; Η απάντηση σ΄αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονολεκτική.Είναι αυτονόητο ότι κάθε δικαστής πρέπει να εφαρμόζει τους νόμους σε κάθε ατομική περίπτωση που καλειται να δικάσει, αλλά ο νομοθέτης, από αρχαιοτάτων χρόνων, συνηθέστατα δεν ρυθμίζει λεπτομερώς τις βιοτικές σχέσεις στις οποίες αφορούν οι νόμοι,αλλά αφήνει στους δικαστές την εξουσία να διαμορφώνουν δίκαιο για κάθε ατομική περίπτωση που εκδικάζεται.
Το πιο κατάλληλο μέσο για την επίτευξη αυτής της πάγιας επιδίωξης των νομοθετών είναι οι «γενικές ρήτρες».
Μία από τις σπουδαιότερες γενικές ρήτρες είναι η αρχή της «καλής πίστης»,που εισάγεται από τον Αστικό Κώδικα ως εργαλείο στα χέρια των δικαστών, οι οποίοι εξατομικεύουν τις ευρείες έννοιες του νόμου για να τις χρησιμοποιήσουν στον συλλογισμό για την έκδοση απόφασης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Η αρχή της καλής πίστης εισάγεται με διάφορα άρθρα του Αστικού Κώδικα,το κυριότερο από τα οποία είναι το αρ.281,που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αυτή η διάταξη είναι η βασικότερη του αστικού δικαίου,αφού ο λόγος θέσπισής της είναι η κοινωνική δικαιοσύνη.Η ανεξέλεγκτη,απόλυτη ελευθερία άσκησης του δικαιώματος έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και γι΄αυτόν τον λόγο ο νομοθέτης οριοθετεί την άσκησή του,υποτάσσοντας το ατομικό συμφέρον στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και στην ανάγκη ύπαρξης «ασφάλειας δικαίου»,που είναι απαραίτητη για την κοινωνική συμβίωση και για την απρόσκοπτη ανέλιξη των συναλλαγών.
Για να εφαρμόσει ο δικαστής διάταξη που περιέχει γενική ρήτρα,όπως αυτή του άρθρου 281 ΑΚ,πρέπει να διαμορφώσει ο ίδιος ένα κανόνα δικαίου για να κρίνει αν η άσκηση δικαιώματος στην επίδικη περίπτωση είναι καταχρηστική ή όχι.Για να εφαρμόσει λοιπόν ο δικαστής μία γενική ρήτρα,όπως η αρχή της καλής πίστης,ασκεί και δικαιοδοτική και νομοθετική λειτουργία,αφού δεν θέτει απλώς αλλά εφαρμόζει κιόλας κανόνα δικαίου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η διαμόρφωση αυτού του κανόνα,που επιτρέπει το «ταίριασμα» κάθε ατομικής περίπτωσης με την γενική ρήτρα, αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές πτυχές του δικαστικού έργου.
Μία σημαντική εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης βρίσκουμε στο άρθρο 300 ΑΚ,που ορίζει ότι «αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή στην έκτασή της,το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της.Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία…» Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτής της διάταξης στις υποθέσεις αποζημιώσεων από τροχαία ατυχήματα,αρκεί να αναφέρουμε δύο παραδειγματα: στις αγωγές για αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα συνηθέστατα ζητείται κονδύλιο για μίσθωση ταξί τις ημέρες που το αυτοκίνητο του παθόντος παρέμεινε στο συνεργείο για επισκευή.Αν ο ενάγων ζητεί αποζημίωση για μίσθωση ταξί π.χ. επί ένα μήνα,ενώ το αυτοκίνητό του δεν χρειαζόταν να μείνει παραπάνω από 10 ημέρες στο συνεργείο,ο δικαστής θα εξειδικεύσει την αρχή της καλής πίστης (και του αδικαιολογήτου πλουτισμού) και θα απορρίψει το κονδύλιο κατά τα 2/3,εφόσον βέβαια ο εναγόμενος προβάλει την σχετική ένσταση, δεδομένου ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπάγγελτα αυτό το θέμα.Επίσης,αν το αυτοκίνητο του ενάγοντος ήταν ένα Φίατ seicento και αυτός νοίκιασε Mercedes (έστω και την Α) για το διάστημα που το Φίατ ήταν στο συνεργείο,το δικαστήριο θα απορρίψει το κονδύλιο κατά το ποσό που το μίσθωμα της Mercedes υπερβαίνει το μίσθωμα για το Φίατ ή άλλο αντίστοιχο αυτοκίνητο. Επίσης, αν ο ιδιοκτήτης αυτοκινήτου που βρίσκεται σε συνεργείο για επισκευή κατοικεί κοντά σε σταθμό μετρό ή ηλεκτρικού και η εργασία του βρίσκεται επίσης κοντά σε σταθμό,παραβιάζει την διάταξη του αρ.ΑΚ 300 αν ζητήσει αποζημίωση για μίσθωση ταξί,εκτός αν αντικειμενικές προσωπικές του ιδιαιτερότητες τον εμποδίζουν να χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Σε περίπτωση ολικής καταστροφής του αυτοκινήτου ή ασύμφορης επισκευής του , ο ιδιοκτήτης του υποχρεούται,εφόσον έχει την οικονομική δυνατότητα,να το αντικαταστήσει σύντομα,ώστε να περιορίσει την διάρκεια μίσθωσης ταξί ή άλλου αυτοκινήτου.
Η αρχή της καλής πίστης εφαρμόζεται επίσης στην ερμηνεία των ασφαλιστικών συμβάσεων,σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης οχήματος και η ασφαλιστική του εταιρεία προσφύγουν στα δικαστήρια,προκειμένου να διαγνωσθεί από τον δικαστή η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων.
Η διάταξη του ΑΚ 300 εφαρμόζεται και στην περίπτωση σωματικής βλάβης από τροχαίο ατύχημα.Ο παθών είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του γιατρού που τον παρακολουθεί,ή ακόμα και να υποβληθεί σε εγχείρηση.Αν π.χ., ο μη γένοιτο, τραυματισθεί σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα μέλος θρησκευτικής αίρεσης που η πίστη του απαγορεύει την μετάγγιση αίματος, ο θάνατός του από αυτήν την αιτία δεν δημιουργεί δικαίωμα στους συγγενείς του να στραφούν κατά του υπαιτίου και της ασφαλιστικής του εταιρείας ζητώντας χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης,διότι ο παθών θα μπορούσε να σωθεί αν είχε υποβληθεί σε εγχείρηση.
Η υποχρέωση του παθόντος να περιορίσει την ζημία του υφίσταται και στην επαγγελματική του δραστηριότητα.Δεν μπορεί δηλαδή να ζητήσει ισόβια αποζημίωση από τον υπαίτιο για τον τραυματισμό του, επειδή δεν μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα που ασκούσε και γι΄αυτό παραμένει άνεργος,ενώ έχει την δυνατότητα να ασκήσει παρεμφερές επάγγελμα.Ο παθών είναι υποχρεωμένος όχι μόνο να δεχθεί μία θέση εργασίας που ταιριάζει στην προσωπικότητά του και στις γνώσεις του,σύμφωνα με την καλή πίστη,αλλά και να αποδείξει στο δικαστήριο ότι προσπάθησε να βρει δουλειά τέτοιας φύσεως,σε περίπτωση που ζητεί αποζημίωση λόγω ανεργίας μετά από τραυματισμό του σε τροχαίο ατύχημα.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΔΗΛΩΣΕΩΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ.
Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που οι πελάτες ασφαλιστικών εταιρειών ανακαλούν την υπεύθυνη δήλωση ατυχήματος που υπέβαλαν στις εταιρείες,για να τους επιστραφεί το επασφάλιστρο που τους επιβαρύνει μετά από κάθε δήλωση.Στην ανάκληση προχωρούν οι ασφαλισμένοι ιδίως όταν έχει περάσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από το ατύχημα και οι αντίδικοι δεν έχουν ασκήσει αγωγή.Η μείωση των ασφαλίστρων είναι η μόνη θετική για τον ασφαλισμένο πλευρά της ανάκλησης.Οι αρνητικές συνέπειες αρχίζουν όταν ο αντίδικος ασκήσει την αγωγή του,διότι η ασφαλιστική εταιρεία είναι μεν υπεύθυνη για την καταβολή αποζημιώσεως στον παθόντα, χωρίς να μπορεί να αντιτάξει ως επιχείρημα κατά του παθόντος την ανάκληση της δηλώσεως από τον πελάτη της,αλλά σχεδόν πάντα ασκεί παρεμπίπτουσα αγωγή (ή κάνει αγωγή στον ασφαλισμένο της αφού αποζημιώσει τον τρίτο),ζητώντας να της καταβάλει εντόκως ο πελάτης της ό,τι κατέβαλε η εταιρεία στον παθόντα. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν η αρχή της καλής πίστης εφαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση,προς όφελος του ασφαλισμένου. Αν και πάντοτε η αρχή της καλής πίστης χρησιμοποιείται για την διάγνωση της πραγματικής βούλησης των συμβαλλομένων,στην περίπτωση της ανακλησης της δήλωσης μάλλον είναι δώρο άδωρο,διότι η βούληση των μερών συνήθως διατυπώνεται σαφέστατα στο έγγραφο ανακλήσεως της δηλώσεως…Συγκεκριμένα, υπογράφοντας το έγγραφο ανακλήσεως,ο ασφαλισμένος συμφωνεί με την ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει εξ ιδίων κάθε ποσό που θα επιδικασθεί στον ενάγοντα ως αποζημίωση για το συγκεκριμένο ατύχημα και να παραιτηθεί από κάθε αξίωση που πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση εις βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας,όσον αφορά βέβαια στο συγκεκριμένο ατύχημα. Η συμφωνία αυτή είναι απολύτως έγκυρη, και ο ασφαλισμένος τραβάει τα μαλλιά του όταν αντιληφθεί ότι για ένα δεκαχίλιαρο επασφαλίστρου υποχρεούται να πληρώσει εκατοντάδες χιλιάδων δραχμών ή ακόμη και εκατομμύρια. Στερνή μου γνώση να σ΄είχα πρώτα,λέει ο λαός σ΄αυτές τις περιπτώσεις…
Νίκος-Τρυπιάς Αλεξάνδρου
Δικηγόρος